-
1 продольный
продольныйприл ὁ κατά μήκος, στό μάκρος, ἐπιμήκης:\продольный разрез ἡ τομή κατά μήκος. -
2 продольный
διαμήκης, κατά μήκος.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > продольный
-
3 продольный
επ.επιμήκης, κατά μήκος, κατά μάκρος•чертж -го разреза машины σχέδιο κατά μήκος τομής της μηχανής•
-ая распиловка брвен κατά μήκος πριόνιση των κορμών δέντρων.
-
4 продольный
[πραντόλ'νυϊ] εκ. κατά μήκος -
5 продольный
[πραντόλ'νυϊ] επ κατά μήκος -
6 наклон
η κλίσηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > наклон
-
7 профиль
-я α.1. το προφίλ, πλάγια όψη•красивый профиль лица ωραίο προφίλ του προσώπου•
смо-трть в профиль κοιτάζω προφίλ, πλευρικά, πλάγια.
2. (κατά)τομή•продольный профиль τομή κατά μήκος•
профиль поперечный τομή κατά πλάτος ή διατομή•
профиль машины κατατομή ή εγκάρσια. τομή της μηχανής.
3. ειδικότητα, ειδική κατάρτιση•профиль инженера-металлурга ειδική κατάρτιση του μηχανικού-μεταλλουργού.